- επικόπτω
- ἐπικόπτω (Α) [κόπτω]1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να τό σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῡν ἐπικόψων», Ομ. Οδ.)2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος4. κόβω, χαράζω ξανά («ἐπικόπτουσιν ἀποτριβέντα», Στράβ.)5. χαράζω με χτύπημα πάνω σε νόμισμα6. ανακόπτω, καταστέλλω («φιληδονίαν ἐπικόπτων ἀκόλαστον», Πλούτ.)7. (για πρόσ.) ταπεινώνω («ὁ δὲ Περσῶν βασιλεύς... τοὺς πεφρονηματισμένους... ἐπέκοπτε πολλάκις», Αριστοτ.)8. επικρίνω, κατηγορώ, επιτιμώ, ψέγω9. ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω10. βλάπτω, ζημιώνω, εξασθενίζω11. μέσ. επικόπτομαιθρηνώ, οδύρομαι («ἔκρυψα πέπλοις κἀπεκοψάμην νεκρόν», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.